Δύο απόπειρες αυτοκτονίας σε μία ημέρα
Πριν από λίγες μέρες γυναίκα άνω των 60 ετών μεταφέρεται σε επαρχιακό νοσοκομείο της χώρας, έχοντας μόλις προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας. Είχε προσπαθήσει, να κόψει τις φλέβες της. Μετά την βασική περιποίηση των τραυμάτων στο τμήμα επειγόντων του νοσοκομείου και ελλείψει ψυχιατρικού προσωπικού «αφήνεται», να επιστρέψει σπίτι της με μοναδική οδηγία, να απευθυνθεί σε ιδιώτη ψυχίατρο.
Επιστρέφοντας συνοδεία συγγενούς στο σπίτι, η γυναίκα προβαίνει σε δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας. Αυτή τη φορά επέλεξε την πτώση από το μπαλκόνι του δωματίου, όπου έμεινε μόνη για λίγα, μόλις, λεπτά. Στην συνέχεια η γυναίκα μεταφέρεται και πάλι σε νοσοκομείο της Αθήνας, αυτή τη φορά, με σοβαρά κατάγματα. Η ενημέρωση από το ιατρικό προσωπικό περιορίζεται στο γεγονός, ότι η γυναίκα θα νοσηλευτεί για δύο περίπου εβδομάδες στο ορθοπεδικό τμήμα. Ενώ, αξίζει να σημειωθεί, ότι δεν έχει υπάρξει ακόμη καμία ψυχιατρική εκτίμηση και η οικογένεια δεν έχει λάβει οποιαδήποτε κατεύθυνση, ως προς το χειρισμό και την συνολική και κυρίως στοχευμένη φροντίδα της ασθενούς.
Πληροφορίες από το συγγενικό περιβάλλον της γυναίκας παρουσιάζουν έναν άνθρωπο, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια εκφράζει αυτοκτονικές σκέψεις αλλά ουδέποτε έχει έρθει σε επαφή με επαγγελματία ψυχικής υγείας, ουδέποτε έχει λάβει ψυχιατρική εκτίμηση και φυσικά κανενός είδους βοήθεια για αυτές τις σκέψεις, που τη βασανίζουν. Ένα ακόμη εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο στο ιστορικό της γυναίκας, που αποτελεί και επιβαρυντικό παράγοντα για την εξέλιξη της ψυχικής υγείας της ίδιας, αφορά σε απόπειρα αυτοκτονίας, στην οποία προέβη στενό μέλος της οικογένειά της, πριν μερικά χρόνια.
Τι θα μπορούσε, όμως, να γίνει για να προληφθεί η πρώτη και η δεύτερη απόπειρα;
Ποιος θα μιλήσει για την τρίτη απόπειρα, που σημειώθηκε, εντός της οικογένειας;
Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., μόνο το 25% των ανθρώπων, που αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν αναζητούν ιατρική βοήθεια μετά την απόπειρα, με αποτέλεσμα αφενός οι περισσότερες απόπειρες να μην καταγράφονται αφετέρου εκείνοι που τις πραγματοποίησαν, να μην λαμβάνουν τη βοήθεια που έχουν ανάγκη.
Ποιος να είναι άραγε ο κρυμμένος αριθμός των ατόμων που σκέφτονται την αυτοκτονία και δεν έχουν προβεί (ακόμη;) σε απόπειρα;
Πόσοι από αυτούς λαμβάνουν την απαιτούμενη βοήθεια, ώστε να αντιμετωπίσουν την αυτοκτονικότητα πριν το πέρασμα στην πράξη;
Δυστυχώς, το επαναλαμβανόμενο και πολυδιαφημισμένο σύνθημα «η πρόληψη σώζει ζωές» βρίσκει ανταπόκριση κυρίως σε ό, τι αφορά τις αυστηρά σωματικές παθήσεις. Όταν, όμως, πρόκειται για μία ψυχική και όχι σωματική δυσφορία, την έντονη ανάγκη για υποστήριξη από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας θολώνουν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αποφυγή και το στίγμα. Πόσες φορές, άλλωστε δεν έχουμε υπάρξει, οι περισσότεροι, αυτήκοοι μάρτυρες της εκφραζόμενης πίστης, ότι «δε θα συμβεί σε εμένα».
Όταν κάποιος εκφράζει τις σκέψεις του για αυτοκτονία αυτό και μόνο αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο, ότι χρειάζεται βοήθεια και δε θα πρέπει ποτέ, να το παίρνουμε αψήφιστα ή να εθελοτυφλούμε. Είναι αναγκαίο, να ρωτάμε ανοιχτά για τις σκέψεις αυτές, να εκφράζουμε το ενδιαφέρον και την ανησυχία μας, να είμαστε υποστηρικτικοί και ενισχυτικοί στην άμεση επικοινωνία με έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας. Υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι παρόλο που εκφράζουν τις αυτοκτονικές τους σκέψεις, φοβούνται ή διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια. Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνάδερφοι, ο καθένας από εμάς που γνωρίζει κάποιον με αυτοκτονικές σκέψεις αποτελούμε τους πλέον άμεσους, για να προστατέψουμε τη ζωή του.
Είναι αλήθεια, ότι φτάνοντας στην αναζήτηση ειδικού ψυχικής υγείας ερχόμαστε πολλές φορές αντιμέτωποι με ελλείψεις του εθνικού συστήματος υγείας. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται λόγος για ελλείψεις προσωπικού. Είναι γνωστό, εξάλλου, σε όσους δραστηριοποιούνται στο χώρο της ψυχικής υγείας, ότι υπάρχουν περιοχές της Ελλάδας, που μαστίζονται από υποστελέχωση με αποτέλεσμα ασθενείς, να αναγκάζονται σε μετακίνηση μεγάλων χιλιομετρικών αποστάσεων, για να λάβουν ψυχιατρική παρακολούθηση σε δημόσιο πλαίσιο. Πέραν όμως του πρακτικού αυτού προβλήματος είναι απαραίτητο, να σταθούμε και στην προσωπική και επαγγελματική ευθύνη των επαγγελματιών υγείας, να δίνουν σαφείς και καίριες οδηγίες καθώς και κατευθύνσεις για τη διασφάλιση της ζωής του ατόμου όχι μόνο εντός αλλά και εκτός νοσοκομείου. Η «προβλεψιμότητα», άλλωστε, της κατάστασης ενός ασθενή διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο. Το ίδιο το σύστημα υγείας οφείλει, να ενισχύει τις δικλίδες ασφαλείας και να εναρμονιστεί με τα σύγχρονα δεδομένα της ψυχιατρικής.
Είναι ευρύτερα παραδεκτό, ότι το κόστος μίας απόπειρας αυτοκτονίας βαραίνει άμεσα και έμμεσα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, το άμεσο κόστος των αποπειρών μεταφράζεται σε κόστος μεταφοράς από και προς 2 νοσοκομεία, σε απασχόληση ιατρικού, νοσηλευτικού και προσωπικού ΕΚΑΒ επίσης 2 νοσοκομείων ενώ το έμμεσο σε έτη μειωμένης λειτουργικότητας της γυναίκας λόγω απουσίας θεραπευτικής φροντίδας, μειωμένης ποιότητας ζωής, συνεπαγόμενο συναισθηματικό φορτίο των μελών της οικογένειας. Στα παραπάνω οφείλουμε να προσμετρήσουμε μία τρίτη απόπειρα, αυτή του στενού συγγενικού προσώπου της αποπειραθείσας.
Η κατάλληλη ενημέρωση όλων μας, η αναγνώριση της ψυχικής υγείας, ως εξίσου σημαντικής με την σωματική, και η ενίσχυση των αντανακλαστικών μας στην έγκαιρη αναζήτηση βοήθειας για εμάς τους ίδιους ή/και για τους οικείους μας, αποτελεί έναν τρόπο ζωής και δράσης κληρονομήσιμο στις επόμενες γενιές και αντίδοτο στην κληρονομησιμότητα των ψυχιατρικών διαταραχών.