Νομικές διαστάσεις της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας
Η Μαρίκε Βέερβορτ, παραολυμπιονίκης έδωσε τέλος στην ζωή της επιλέγοντας την ευθανασία. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δεν πάλεψε με την ασθένεια της και για την ποιότητα του βίου της. Στα μέσα διαβάζει κανείς για μια «όμορφη τρελή» που εκτός από την ενασχόληση της με τον αθλητισμό, πέταξε με F16, οδήγησε αγωνιστικό μονοθέσιο, έκανε πτώσεις με αλεξίπτωτο. Πόσοι από εμάς ,τους καθ’ όλα υγιείς θα μπορούμε προς το τέλος του βίου μας να περηφανευτούμε ότι δείξαμε την ίδια διάθεση και θέληση για ζωή;
Στο Βέλγιο, χώρα καταγωγής της Μαρίκε Βέερβαρτ όπως και στην γειτονική Ολλανδία, στο Λουξεμβούργο και τον Καναδά η ενεργητική ευθανασία επιτρέπεται. Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία επιτρέπεται στην Ελβετία, στην Γερμανία στην Ολλανδία καθώς και σε ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α.
Τι εννοούμε όμως με τον όρο ευθανασία; Κατ’ ουσίαν τον τερματισμό της ζωής ενός ασθενή ούτως ώστε να έχει ένα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τέλος. Δεν αποτελεί την εύκολη λύση αλλά το έσχατο μέσο ανακούφισης ενός πάσχοντος. Διακρίνεται σε παθητική και ενεργητική. Στην πρώτη περίπτωση ο ασθενής είτε αρνείται κάποια ιατρική πράξη είτε πρόκειται για την περίπτωση που ο ασθενής δεν είναι σε θέση να δώσει την συναίνεση του και η συνέχιση της ζωής του δεν θα επέφερε κάποια βελτίωση στην υγεία του λ.χ η αποσύνδεση ενός ασθενή από τα μηχανήματα που τον κρατούν στην ζωή. Η δεύτερη περίπτωση, η ενεργητική ευθανασία αυτή δηλαδή που τελείται με πράξη η ή ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία όπου γιατρός είναι αυτός που χορηγεί τα μέσα σε κάποιον για να αυτοκτονήσει, είναι εκείνη που έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο για το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να επιτραπεί.
Καθ’ ένας από εμάς έχει διαφορετικές ηθικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις και ενδεχομένως διαφορετικές βιωματικές εμπειρίες. Ως εκ τούτου είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει καθολική συμφωνία σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως η ευθανασία. Γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφτούμε την αξία της ανοχής μας σε πράξεις και αποφάσεις άλλων που αφορούν αποκλειστικά τον προσωπικό τους βίο.
Νομικά η προσωπική υγεία του καθ’ ενός μας ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, το κράτος υποχρεούται να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προστασία της δεν αποτελεί όμως δημόσιο αγαθό. Με άλλα λόγια κανείς δεν υποχρεούται να επιβιώσει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου. Αν θεωρούσαμε ότι η ανθρώπινη ζωή είναι δημόσιο αγαθό τότε η απόπειρα αυτοκτονίας θα ήταν τιμωρητή από το δικαιικό μας σύστημα.
Ως προς την ενεργητική ευθανασία, η οποία αναμφισβήτητα στην χώρα μας απαγορεύεται δεν υπάρχει κάποια ειδική νομική διάταξη παρά μόνο οι γενικές διατάξεις για την προστασία της ζωής του Ποινικού μας Κώδικα. (ιδίως τα άρθρα 300 και 301 Π.Κ.). Ζήτημα γεννάται εάν για να νομιμοποιηθεί η ευθανασία απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση η αρκεί ένας απλός τυπικός νόμος. Ως γνωστόν αφενός κάθε νόμος για να έχει ισχύ θα πρέπει να σύμφωνος με το Σύνταγμα αφετέρου το ίδιο το Σύνταγμα μας εμπεριέχει έναν πυρήνα άρθρων τα οποία δεν μπορούν να αναθεωρηθούν. Εάν λοιπόν θεωρηθεί ότι ένας νόμος που θα νομιμοποιούσε την ευθανασία δεν θα αντέβαινε στο Σύνταγμα, ο δρόμος για την νομιμοποίηση της θα ήταν πιο εύκολος.
Ως προς τα ανωτέρω έχει μεγάλο ενδιαφέρον η Εισήγηση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Χρ. Ν. Ράμμου. Κατά τον ανωτέρω δεν μπορεί «να αποκλείσει το δικαίωμα καθενός στην αναζήτηση βοήθειας ώστε ο τερματισμός της ζωής του να μην είναι μαρτυρικός. Ενεργοποιείται, δηλαδή, μόνο στην βάση μια ορθολογική κοινώς αποδεκτή αυτονομίας, όταν δηλαδή η ζωή, με βάση μια ορθολογική κοινώς αποδεκτή προσέγγιση, έχει χάσει πια και μάλιστα οριστικά την ιδιαίτερη αξία της και δεν είναι υπερασπίσιμη η άρνηση επικουρίας στον τερματισμό της»
Αυτονόητο αλλά και καθόλου εύκολη υπόθεση είναι ότι η ευθανασία θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα αυστηρά καθορισμένο νομικό πλαίσιο.Ούτε μπορεί να τελείται από τον οποιονδήποτε ούτε και να επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι, ναι, η απόλυτη απαγόρευση της ευθανασίας έθιγε τα συμφέροντα των προσφευγόντων σε αυτό, πλην όμως δεν μπορούσε να την επιτρέψει εν τη απουσία νόμου που παρείχε εγγυήσεις προς αποτροπή καταχρήσεων.
Βάσει όμως της ξένης εμπειρίας και ειδικότερα της Ολλανδίας και του Βελγίου όπου η ευθανασία δεν αποτελεί την εύκολη λύση αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό των αιτήσεων για ευθανασία απορρίπτεται, νομίζουμε ότι ο δημόσιος διάλογος θα έπρεπε να κινηθεί όχι ως προς το εάν πρέπει να επιτραπεί στην χώρα μας η ευθανασία αλλά στο σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να επιτραπεί.
Νίκος Μπεκιάρης
Νομικός